-
1 устный
у́стн||ыйприл προφορικός:\устныйый ответ ἡ προφορική ἀπάντηση· \устныйая речь ἡ ὀμιλουμένη (γλωσσά)· \устныйое сообщение ἡ προφορική ἀνακοίνωση· ◊ \устныйая словесность ἡ λαογραφία. -
2 устный
επ.προφορικός•-ая речь προφορικός λόγος•
-ые экзамены προφορικές εξετάσεις•
устный ответ προφορική απάντηση•
-ая словесность δημοτική ποίηση (λογοτεχνική δημιουργία).
-
3 договор
η συμφωνί/α, το συμβόλαιο, το συμφωνητικό, (между государствами) η συνθήκη- на основе взаимности αμοι-βαία/αμφοτεροβαρής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > договор
-
4 экзамен
экзаменм ἡ ἐξέταση [-ις]:письменный \экзамен ἡ γραπτή ἐξέταση· устный \экзамен ἡ προφορική ἐξέταση· государственные \экзамены ἡ κρατικές ἐξετάσεις· конкурсный \экзамен ὁ διαγωνισμός· выдержать \экзамены πετυχαίνω στίς ἐξετάσεις· сдавать \экзамены δίνω ἐξετάσεις· провалиться на \экзаменах ἀποτυχαίνω στίς ἐξετάσεις.